κρήγυος

κρήγυος
κρήγυος, δωρ. τ. κράγυος, -ον (Α)
1. καλός, ωφέλιμος ή ευάρεστος («οὔ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας», Ομ. Ιλ.)
2. αληθινός, πραγματικός («εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον», Θεόκρ.)
3. σπουδαίος, βαρυσήμαντος
4. (για γυναίκα) τίμια
5. (το ουδ. ως επίρρ.) κρήγυον
για καλό σκοπό.
επίρρ...
κρηγύως (Α)
με καλό και σεμνό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. κρήγυος εμφανίζει πιθ. θ. κρη- τής λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. κρήδεμνον) και β' συνθετικό τη λ. γυῖα ή γυῖον «μέλη τού σώματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρήγυος — good masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηγύως — κρήγυος good adverbial κρήγυος good masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήγυον — κρήγυος good masc/fem acc sg κρήγυος good neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήγυα — κρήγυος good neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήγυοι — κρήγυος good masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”